- διαβαλλόντων
- διαβάλλωthrowpres part act masc/neut gen plδιαβάλλωthrowpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραποδίζω — Α 1. περιπλέκω τα πόδια 2. παρεμποδίζω, δεσμεύω 3. παθ. παραποδίζομαι πέφτω σε πλάνη, εξαπατώμαι («φοβούμενος τοὺς τῶν διαβαλλόντων λόγους, μή πη παραποδισθείη», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ποδίζω «δένω τα πόδια»] … Dictionary of Greek